έμπασμα

έμπασμα
το, -ατος
1. η είσοδος, το μπάσιμο: Το έμπασμα του φαγητού στην κοιλιά.
2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο, η μπασιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έμπασμα — το 1. το να μπαίνει κάποιος, η είσοδος 2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο …   Dictionary of Greek

  • ἐμπασμάτων — ἔμπασμα dusting powder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπάσμασι — ἔμπασμα dusting powder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπάσματα — ἔμπασμα dusting powder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”